- Βόηθος
- Βόηθοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βοηθός — hasting to the cry for help masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθός — hasting to the cry for help masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
βοηθός — ο 1. συμπαραστάτης, αυτός που δίνει βοήθεια, αρωγός: Στο καλό και ο Θεός βοηθός. 2. υπάλληλος, συνεργάτης που εργάζεται κάτω από την επιστασία άλλου: Είναι βοηθός χειρούργος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀδελφὸς ἀδελφοῦ βοηθός… — См. Свой своему поневоле друг … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βοηθόν — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem acc sg βοηθός hasting to the cry for help neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βοηθοῖς — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηθοί — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθοί — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)